ὃν δ' ἐπιστείβεις τόπον

  • 1επιστείβω — ἐπιστείβω (Α) [στείβω] 1. πατώ επάνω («ὃv δ’ ἐπιστείβεις τόπον» ο τόπος που πατάς, Σοφ.) 2. φρ. («ἐπιστείβω ἔργον» προχωρώ στο έργο, επιχειρώ να κάνω) …

    Dictionary of Greek