ὁ -τεταγμένος
1τεταγμένος — η, ο / τεταγμένος, η, ον, ΝΜΑ βλ. τάσσω. επίρρ... τεταγμένως Α 1. με τάξη, κανονικά («καλῶς καὶ τεταγμένως πολιτεύεσθαι», Ισοκρ.) 2. μαθημ. (σχετικά με κώνους) σαν την τεταγμένη 3. (με αρθρ. θηλ.) ἡ τεταγμένως μαθημ. η τεταγμένη …
2τεταγμένος — τάσσω draw up in order of battle perf part mp masc nom sg …
3τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω …
4Египет — I (греч. Αϊγυπτος; лат. Aegyptus; фр. Egypte; англ. Egypt; нем. Aegypten; итал. Egytto; арабск. Masz). Положение, границы. Страна Е. (в узком, историческом смысле слова) лежит между 24°5 и 31°35 северной широты и 28°50 и 34°41 восточной долготы… …
5Plutarch von Athen — (griechisch Πλούταρχος Plútarchos; * um 350; † um 432) war ein spätantiker Philosoph (Neuplatoniker). Er war der Gründer und erste Leiter (Scholarch) der neuplatonischen Philosophenschule in Athen, die oft als „Akademie“ bezeichnet wird, da… …
6повиновеныи — (2*) прич. страд. прош. Подчиненный: пришедше обрѣтохомъ въ васъ бещини˫а. ˫ако же и рѹкы прострети дрѹгъ на дрѹга гнѣвно и съ ˫аростию же и воплемъ. и ѹбо людьскы и не ѹ повиновенъ братьствѹ. (τεταγμένος) ПНЧ 1296, 28; в роли с.: тѣмь же… …
7HOSPITALARIUS seu HOSPITALIS — HOSPITALARIUS, seu HOSPITALIS Graecis Η῾γουμενιάρχης, dictusest, ὁ εἰς ὑποδοχην` τεταγμένος τῶ εἰς τὸ ἡγουμένιον καταλυόντων ξένων, cui cura Monachici hospitii commissa. Aimoin, de Miracul. S. Benedicti c. 3. Leutherius Monachus habitus,… …
8κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί …
9προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… …
10πρόσειμι — (I) ΜΑ [εἶμί] (ως μέλλ. τού προσέρχομαι) (σχετικά με θρησκεία) προσχωρώ, ασπάζομαι αρχ. 1. πορεύομαι, προχωρώ 2. βρίσκομαι κοντά, πλησιάζω («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας», Ηρόδ.) 3. προσεγγίζω, πηγαίνω προς κάποιον («Σωκράτει μὲν οὐκέτι …
- 1
- 2