ὁ ὅμηρος
1Ὅμηρος — Homer masc nom sg …
2ὅμηρος — pledge masc nom sg …
3όμηρος — Πρόσωπο που κρατείται ως εγγύηση για την τήρηση ορισμένης συμπεριφοράς από μέρους του κράτους στο οποίο ανήκει ή των πολιτών του. Η πρακτική της ομηρίας προς εξασφάλιση του σεβασμού των συνθηκών συναντάται στην αρχαιότητα, στα κράτη της Πρόσω… …
4Όμηρος — Πρόσωπο που κρατείται ως εγγύηση για την τήρηση ορισμένης συμπεριφοράς από μέρους του κράτους στο οποίο ανήκει ή των πολιτών του. Η πρακτική της ομηρίας προς εξασφάλιση του σεβασμού των συνθηκών συναντάται στην αρχαιότητα, στα κράτη της Πρόσω… …
5όμηρος — ο 1. πρόσωπο που κρατείται ως εγγύηση για την τήρηση κάποιας συμφωνίας ή υπόσχεσης. 2. αιχμάλωτος: ΟιΤούρκοι έχουν πολλούς Κύπριους ομήρους …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6Μπεκές, Όμηρος — (Κωνσταντινούπολη 1886 – Αθήνα 1971). Ποιητής. Από το 1908 έως το 1957 υπήρξε καθηγητής της νεοελληνικής φιλολογίας και της γαλλικής γλώσσας σε σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης της Καβάλας, αργότερα της Κωνσταντινούπολης και τέλος της Αθήνας. Ήταν ο… …
7ὁμήροις — ὅμηρος pledge masc dat pl ὅμηρος pledge neut dat pl …
8Ὁμήρω — Ὅμηρος Homer masc nom/voc/acc dual Ὅμηρος Homer masc gen sg (doric aeolic) …
9ὁμήρω — ὅμηρος pledge masc nom/voc/acc dual ὅμηρος pledge masc gen sg (doric aeolic) …
10ὁμήρων — ὅμηρος pledge masc gen pl ὅμηρος pledge neut gen pl …