ὁ ὅμηρος

  • 51ανύω — ἀνύω κ. ἀνύτω ή ἁνύτω κ. ἄνυμι (Α) 1. εκτελώ, φέρνω σ ένα τέλος, επιτελώ («ἤνυτο δ ἔργον», Όμηρος «οὐδὲν ἤνυε», Ηρόδοτος) 2. κατορθώνω κάτι, πετυχαίνω κάτι που με συμφέρει 3. τελειώνω, καταναλίσκω, εξαφανίζω («ἐπεὶ δή σε φλὸξ ἤνυσεν» αφού σ… …

    Dictionary of Greek

  • 52απάγω — (AM ἀπάγω) [άγω] αρπάζω και κρατώ κάποιον αρχ. 1. οδηγώ μακριά και κρατώ («ἀπάγουσι βόας καὶ ἴφια μῆλα» κλέβουν βόδια και παχιά πρόβατα, Όμηρος) 2. αφαιρώ, μετακινώ («ἀπάγω τὸ ἱμάτιον τοῡ τραχήλου», Πλούταρχος) 3. οδηγώ μακριά, αποσύρω («ἀπάγω… …

    Dictionary of Greek

  • 53ομηρίς — ὁμηρίς, ἡ (Α) [Όμηρος] κωμική λ. που χρησιμοποιούνταν ως θηλ. τού Όμηρος …

    Dictionary of Greek

  • 54ομηροπάτης — ὁμηροπάτης και ὁμηραπάτης, ὁ (Α) 1. (συν. ως προσωνυμία τού Ξενοφάνους) αυτός που σκώπτει, που περιπαίζει τον Όμηρο και τις διηγήσεις του σχετικά με τους θεούς και τους ήρωες ή αυτός που διαστρεβλώνει, παρερμηνεύει τα ομηρικά έπη 2. κατ άλλους, η …

    Dictionary of Greek

  • 55προστάς — άδος, ἡ, Α·1. ο μεταξύ δύο παραστάδων χώρος κτηρίου 2. το προστώο 3. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «πρόδομος, ἡ πρὸ τῆς οἰκίας στοά, ἥν καὶ αἴθουσαν καλεῑ Ὅμηρος ἔνιοι μὲν παστάδα, τινὲς δὲ προστάδα προσαγορεύουσιν, ἥν Ὅμηρος πρόδομον εἴρηκεν».… …

    Dictionary of Greek

  • 56όψις — (I) ὄψις, ἡ (ΑΜ) βλ. όψη. (II) ὄψις, ὁ (Μ) ο όμηρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. obses, idis «όμηρος» (< ob sedeo)] …

    Dictionary of Greek

  • 57Αχιλλέας — I Μυθολογικός ήρωας του Τρωικού πολέμου, που έμεινε αθάνατος χάρη στην ομηρική ποίηση. Γιος του βασιλιά της θεσσαλικής Φθίας Πηλέα και της Νηρηίδας Θέτιδας, λατρευόταν σε πολλούς τόπους της αρχαίας Ελλάδας. Τη λατρεία αυτή μερικοί την αποδίδουν… …

    Dictionary of Greek

  • 58Βρισηίδα — Μυθολογικό πρόσωπο. Όμορφη κόρη του Βρισέα, ιερέα στη Λυρνησσό της Μυσίας. Ο Όμηρος αφηγείται πως, όταν ο Αχιλλέας κυρίευσε την πατρίδα της Β., σκότωσε τον άντρα της Μύνητα και τα τρία αδέλφια της και την πήρε παλλακίδα του. Αργότερα ο… …

    Dictionary of Greek

  • 59Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …

    Dictionary of Greek

  • 60Ζαφειράκης — (Νάουσα 1773 – Σοφολιό, Βέροια 1822). Πρόκριτος της Νάουσας και λογοθέτης. Έπεσε στη δυσμένεια του Αλή πασά, που διέταξε τη σύλληψη και φυλάκισή του, μαζί με την αδελφή του Ιωάννα (1806). Με τη μεσολάβηση του Μαρίνογλου, γραμματέα του Αλή,… …

    Dictionary of Greek