ὁ ὅμηρος

  • 121Υπερίων — Πρόσωπο της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, ένας από τους Τιτάνες. Παντρεύτηκε την αδελφή του Θεία. Από το γάμο αυτό είχε τρία παιδιά, τον Ήλιο, τη Σελήνη και την Ηώ. Ο Όμηρος τον ταυτίζει με τον Ήλιο. * * * ο / Ὑπερίων, ονος, ΝΑ, και Υπερίωνας Ν… …

    Dictionary of Greek

  • 122Φαέθουσα — Μυθικό πρόσωπο, κόρη του Ήλιου. Όπως αναφέρει ο Όμηρος, αυτή και η αδελφή της Λαμπετίη φύλαγαν τις ιερές αγέλες με τα βόδια του πατέρα τους στο νησί Θρινακία. Μητέρα της ήταν η Νέαιρα ή η Ρόδη και αδελφός της ο Φαέθων. Με το ίδιο όνομα αναφέρεται …

    Dictionary of Greek

  • 123άινος — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… …

    Dictionary of Greek

  • 124άνωγα — ἄνωγα (πρκμ. επικ. με σημασία ενεστ.) (Α) 1. (για βασιλείς και άρχοντες) παραγγέλλω, διατάσσω 2. (μεταξύ ίσων και για κατώτερους) συμβουλεύω, παρακινώ, προτρέπω 3. φρ. «αὐτὸν θυμὸς ἀνώγει» η ψυχή του τον προτρέπει, τον αναγκάζει (Όμηρος). [ΕΤΥΜΟΛ …

    Dictionary of Greek

  • 125άξυλος — η, ο (Α ἄξυλος, ον) αυτός που δεν έχει ξύλα (για τόπο) ή που έμεινε χωρίς καύσιμα ξύλα (για άνθρωπο) αρχ. 1. (για δάσος) εκείνος που έχει άφθονα ξύλα, που δεν έχει υλοτομηθεί («ἄξυλος ὕλη» πυκνό δάσος απ όπου δεν έχουν κοπεί ξύλα Όμηρος) 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 126άρμα — Αρχαία πόλη της Ταναγραίας στη Βοιωτία. Πήρε το όνομά της από το άρμα του Αμφιάραου που, σύμφωνα με τοπική παράδοση, εξαφανίστηκε στη θέση αυτή κατά τη φυγή των Αργείων από τις Θήβες. Την πόλη αυτή μνημονεύει και ο Όμηρος. * * * (I) ἄρμα, η (Α)… …

    Dictionary of Greek

  • 127άσπετος — ἄσπετος, ον (Α) 1. ο άρρητος, ο ανέκφραστος 2. (για αριθμούς) ο αναρίθμητος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) υπέρμετρα, υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ά σπ ετος (του οποίου η αρχική σημασία είναι «άρρητος») < αστερ. + (ρίζα) *sekw , αποτελεί ρηματικό επίθ.… …

    Dictionary of Greek

  • 128άχνη — η (AM ἄχνη, Α και ἄχνα, δωρ. τ.) 1. αχνός, ατμός 2. λεπτή σκόνη από αλεύρι 3. σκόνη από μέταλλο αρχ. 1. (για υγρό) αφρός (ιδίως της θάλασσας) 2. δροσιά, πάχνη 3. καπνός 4. το φλούδι που παρασύρει ο άνεμος κατά το λίχνισμα, το λεπτό άχυρο 5. ιατρ …

    Dictionary of Greek