ὁ ἤρυγγος
1ἤρυγγος — eryngo fem nom sg ἤρυγγος eryngo masc nom sg …
2ήρυγγος — (I) ἤρυγγος και ἠρύγγη, ή (Α) φυτό με αγκαθωτά φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρυ γγος, κατά τα είλιγγος, πίσυγγος εικάζεται ότι είναι παράγωγο από έαρ, ήρος, οπότε η αρχ. σημασία του θα ήταν «λουλούδι τής ανοίξεως». Η σημασία «το γένι της κατσίκας» είναι… …
3ἠρύγγοιο — ἤρυγγος eryngo fem gen sg (epic) ἤρυγγος eryngo masc gen sg (epic) …
4ἠρύγγου — ἤρυγγος eryngo fem gen sg ἤρυγγος eryngo masc gen sg …
5ηρυγγίτης — ἠρυγγίτης, ό (Α) [ήρυγγος] η ήρυγγος* …
6ηρύγγιον — ἠρύγγιον, το (Α) [ήρυγγος] η ήρυγγος* …
7ηρυγγίς — ἠρυγγίς, ίδος, ή (Α) [ήρυγγος] αυτός που ανήκει στην ήρυγγο* («ἠρυγγίδες ρίζαι», Νίκ.) …
8κάρυο — το (AM κάρυον) 1. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς 2. γενική ονομασία μονόσπερμων καρπών τών οποίων το ξυλώδες περικάρπιο δεν συμφύεται με το σπέρμα («πάντα τὰ ἀκρόδρυα κάρυα λέγουσιν», Αθήν.) νεοελλ. 1. ναυτ. το καρύλιο*, ο περιστρεφόμενος… …