ὁ ἐπίτονος
1ἐπίτονος — on the stretch masc/fem nom sg …
2επίτονος — η, ο (Α ἐπίτονος, ον) [επιτείνω] 1. το αρσ. ως ουσ. ο επίτονος α) το σχοινί τής αντένας πλοίου β) καθένα από τα ισχυρά σχοινιά με τα οποία αγκυρώνονται οι στήλες και τα επιστήλια τών ιστών πάνω στα πλευρά και στην πρύμνη τού πλοίου, τα ξάρτια αρχ …
3ἐπιτονώτερον — ἐπίτονος on the stretch masc acc comp sg ἐπίτονος on the stretch neut nom/voc/acc comp sg ἐπίτονος on the stretch adverbial …
4ἐπιτόνως — ἐπίτονος on the stretch adverbial ἐπίτονος on the stretch masc/fem acc pl (doric) ἐπιτονόω brace imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …
5ἐπίτονον — ἐπίτονος on the stretch masc/fem acc sg ἐπίτονος on the stretch neut nom/voc/acc sg …
6ἐπιτονωτάτην — ἐπίτονος on the stretch fem acc superl sg (attic epic ionic) …
7ἐπιτόνου — ἐπίτονος on the stretch masc/fem/neut gen sg ἐπιτονόω brace pres imperat act 2nd sg ἐπιτονόω brace imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
8ἐπιτόνους — ἐπίτονος on the stretch masc/fem acc pl ἐπιτονόω brace imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …
9ἐπιτόνῳ — ἐπίτονος on the stretch masc/fem/neut dat sg …
10επιτόνιο — το (Α ἐπιτόνιο) [επίτονος] όργανο με το οποίο τεντώνουν τις χορδές μουσικού οργάνου, το κλειδί αρχ. 1. μικρός αυλός σύμφωνα με τον τόνο τού οποίου κουρδίζονται τα όργανα 2. πάσσαλος σε σχήμα επιτονίου 3. χερούλι στρόφιγγας ή σύριγγας 4. επιστόμιο …
- 1
- 2