ὁ ἐν λιβύῃ
1Λιβύη — the west bank of the Nile fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2Λιβύῃ — Λιβύη the west bank of the Nile fem dat sg (attic epic ionic) …
3Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… …
4Λιβύη ή Λίβυσσα — Προσωνυμία της θεάς Δήμητρας στο Άργος, που μαρτυρά τους δεσμούς της πόλης με φυλές που ήρθαν από τον εξωελλαδικό χώρο. Η Δήμητρα Λ. αποτελούσε υπόδειγμα αυστηρότητας ηθών και στοργικής συζύγου …
5Λιβύη — η κράτος της Βόρειας Αφρικής …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6Ἀεὶ φέρει τι Λιβύη καινόν. — См. Что нового? …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
7Λιβύαι — Λιβύη the west bank of the Nile fem nom/voc pl Λιβύᾱͅ , Λιβύη the west bank of the Nile fem dat sg (doric aeolic) …
8Λιβύηι — Λιβύῃ , Λιβύη the west bank of the Nile fem dat sg (attic epic ionic) …
9Λιβυῶν — Λιβύη the west bank of the Nile fem gen pl …
10Λιβύαις — Λιβύη the west bank of the Nile fem dat pl …