ὁ φυσίγναϑος
1φυσίγναθος — ο / φυσίγναθος, ον, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. γένος υδρόβιων αγάμων τής Άπω Ανατολής και τής Αυστραλίας αρχ. (κωμική λέξη για βάτραχο) φουσκομάγουλος, φουσκομούρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ. σχηματισμένη από τις λ. φῦσα «φυσερό, πνοή, φύσημα» και γνάθος. Η λ. ως …
2φυσίγναθος — φῡσίγναθος , φυσίγναθος Puff cheek masc nom sg …
3φυσιγναθώ — έω, Μ [φυσίγναθος] φουσκώνω τα μάγουλά μου …
4φυσιγνάθου — φῡσιγνάθου , φυσίγναθος Puff cheek masc gen sg …
5φυσίγναθε — φῡσίγναθε , φυσίγναθος Puff cheek masc voc sg …
6φυσίγναθον — φῡσίγναθον , φυσίγναθος Puff cheek masc acc sg …