ὁ τρυφῶν
1Τρύφων — masc nom/voc sg …
2Τρύφων — I Έλληνας γραμματικός από την Αλεξάνδρεια, που έζησε στους χρόνους του Αυγούστου και του Τιβέριου. Είχε μελετήσει τις τοπικές διαλέκτους της ελληνικής γλώσσας και τα γλωσσικά ιδιώματα των Ελλήνων συγγραφέων. Έχουν σωθεί αποσπάσματα από τα έργα… …
3τρυφῶν — τρύφος that which is broken off neut gen pl (attic epic doric) τρυφάω live softly pres part act masc voc sg τρυφάω live softly pres part act neut nom/voc/acc sg τρυφάω live softly pres part act masc nom sg (attic epic ionic) τρυφάω live softly… …
4τρύφων — τρυφάω live softly imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) τρυφάω live softly imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …
5Ανδριανάκος, Τρύφων — (Λεόντιο Νεμέας 1885 – Αθήνα 1966). Γιατρός. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ειδικεύτηκε στη μαιευτική στο πανεπιστήμιο Βερολίνου. Διετέλεσε εσωτερικός γιατρός στο Δημόσιο Μαιευτήριο της Αθήνας, διευθυντής του γυναικολογικού τμήματος …
6Ευαγγελίδης, Τρύφων — (Τρίγλεια Μικράς Ασίας 1863 – Αθήνα 1941). Εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Απόφοιτος της Μεγάλης του Γένους Σχολής, σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο οποίο αναγορεύτηκε διδάκτορας. Ίδρυσε με τους αδελφούς Ιεροκλή και Κλ.… …
7Τρύφους — Τρύφων masc acc pl …
8Трифон — (Τρύφων) греческое Род: муж. Отчество: Трифонович Трифоновна Другие формы: Труфан, Трухан Производ. формы: Триша, Тришка, Труша, Труха, Трухман, Трифаха Иноязычные аналоги: англ.  …
9Диодот Трифон — Διόδοτος δ Τρύφων Монета Диодота Трифона …
10Diodotus Tryphon — King Coin of Diodotus Tryphon. British Museum. Reign Seleucid kingdom: 142 BC – 138 BC …