ὁ πόνος
1πόνος — work masc nom sg …
2πόνος — Δυσάρεστη αίσθηση, στη γένεση της οποίας γίνεται αποδεκτή η συμμετοχή περιφερειακών νευρικών στοιχείων ποικίλης διαφοροποίησης, και κεντρικών νευρικών στοιχείων, τα οποία συντονίζουν τα ερεθίσματα που προέρχονται από την περιφέρεια. Ένα επώδυνο… …
3πόνος — ο 1. άλγος σωματικό ή ψυχικό: Έχω πόνο στο στομάχι. – Μεγάλος ο πόνος της ξενιτιάς. 2. συμπόνια, λύπη για τους άλλους: Δε νιώθει πόνο για τους δικούς του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4αγγειαλγία — Πόνος σε κάποιο σημείο ενός αγγείου του αιμοφόρου ή του λεμφικού συστήματος, χωρίς να υπάρχει φανερή οργανική βλάβη. Λέγεται και αγγειοαλγία. * * * η πόνος αγγείου ή λεμφαγγείου, χωρίς να υπάρχει καταφανής βλάβη του …
5μεταταρσαλγία — Πόνος στο μετατάρσιο του ποδιού, που προκαλείται από βλάβη του υποκείμενου προστατευτικού ιστού ανάμεσα στα οστά και στο δέρμα. Συχνά είναι αποτέλεσμα άσκησης σε σκληρές επιφάνειες με παπούτσια που δεν παρέχουν αρκετή στήριξη. * * * η ιατρ. πόνος …
6πόνω — πόνος work masc nom/voc/acc dual πόνος work masc gen sg (doric aeolic) …
7λουμπάγκο — Πόνος στο κάτω μέρος της πλάτης που συνοδεύεται από δυσκαμψία, δυσκινησία και μυϊκό σπασμό. Είναι αιφνιδιαστικός και οξύς και εισβάλλει, όταν ο ασθενής λυγίζει τη μέση του, σηκώνει βάρος ή εκτίθεται σε υγρασία και κρύο. Συνήθως οφείλεται σε… …
8πόνε — πόνος work masc voc sg …
9πόνοι — πόνος work masc nom/voc pl …
10πόνοιο — πόνος work masc gen sg (epic) …