ὁ μὴ ὥρασι
1ὥρασι — ὥρᾱσι , ὥρασι in season indeclform (adverb) …
2ώρασι(ν) — και ὥρας Α επίρρ. στον κατάλληλο καιρό, επίκαιρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παλαιά τοπική πτώση τής λ. ὥρα με επιρρμ. χρήση (πρβλ. θύρασι, Ἀθήνησι)] …
3ὥρασ' — ὥρᾱσι , ὥρασι in season indeclform (adverb) …
4ὥρασιν — ὥρᾱσιν , ὥρασι in season indeclform (adverb) …