ὁ κωμικός
1κωμικός — of masc nom sg …
2κωμικός — Ηθοποιός που ερμηνεύει κωμικούς ρόλους. Ενώ η τέχνη της πρόκλησης του γέλιου στο κοινό έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα, ο γνήσιος τύπος του κ., ολοκληρωμένος και με σαφώς καθορισμένο χαρακτήρα, συναντάται μόνο στον πιο ταιριαστό σε αυτόν… …
3κωμικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αστείος, εύθυμος, φαιδρός. 2. το αρσ., κωμικός ως ουσ., δηλώνει τον ποιητή ή τον ηθοποιό κωμωδιών. 3. το ουδ., κωμικό ως ουσ., δηλώνει καθετί που προκαλεί το γέλιο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4κωμικά — κωμικός of neut nom/voc/acc pl κωμικά̱ , κωμικός of fem nom/voc/acc dual κωμικά̱ , κωμικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5κωμικώτερον — κωμικός of adverbial comp κωμικός of masc acc comp sg κωμικός of neut nom/voc/acc comp sg …
6κωμικῶν — κωμικός of fem gen pl κωμικός of masc/neut gen pl …
7κωμικόν — κωμικός of masc acc sg κωμικός of neut nom/voc/acc sg …
8κωμικώτατα — κωμικός of adverbial superl κωμικός of neut nom/voc/acc superl pl …
9Τηλεκλείδης — Κωμικός ποιητής, που έζησε στους χρόνους του Περικλή, στο δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ., και πριν από την περίοδο της αττικής κωμωδίας του Αριστοφάνη. Ανήκε στη μερίδα των αριστοκρατικών και ήταν φίλος του πολιτευτή Θουκυδίδη και του Νικία. Γι’… …
10κωμικαῖς — κωμικός of fem dat pl …