ὁ κοινός

  • 91κοινοτάφιο — το (Α κοινοτάφιον) τάφος όπου θάβουν πολλούς μαζί, κοινός τάφος, κοινό μνήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + τάφιον (< τάφος), πρβλ. κενο τάφιον, κηπο τάφιον] …

    Dictionary of Greek

  • 92κοινοταφής — κοινοταφής, ές (Α) επιγρ. (για θάλαμο) αυτός που χρησιμεύει ως κοινός τάφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + ταφής (< τάφος), πρβλ. νεο ταφής] …

    Dictionary of Greek

  • 93κοινοτοπία — η λόγος ή σκέψη χωρίς καμμιά πρωτοτυπία, πεζολογία, κοινός τόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο εκ συναρπαγής» < φρ. κοινός τόπος. Η χρήση ενίοτε τού τύπου κοινοτυπία (με υ) στην ομιλουμένη προέρχεται από παρετυμολογική συσχέτιση τής λ. με σύνθετα τού… …

    Dictionary of Greek

  • 94κοινοτροφικός — κοινοτροφικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κοινή φύση 2. το θηλ. ως ουσ. ή κοινοτροφική (ενν. επιστήμη) κοινή φύση ή ανατροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + τροφικός, με επίδραση ενός αμάρτυρου *κοινο τρόφος < κοινός + τρόφος (<… …

    Dictionary of Greek

  • 95κοινοφαγία — κοινοφαγία, ἡ (Α) το να τρώει κάποιος ακάθαρτα και απαγορευμένα φαγητά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + φαγία, με επίδραση ενός αμάρτυρου *κοινο φαγῶ < κοινός + φαγῶ (< φάγος < θ. φαγ τού αορ. ἔ φαγ ον)] …

    Dictionary of Greek

  • 96κοινότητα — Όρος που χρησιμοποιείται με πολλές έννοιες, συνηθέστερα ως συνώνυμος της κοινωνίας, της κοινωνικής οργάνωσης και του κοινωνικού συστήματος ή της συλλογικής δραστηριότητας. Ιστορικά καθιερώθηκε και ταυτίστηκε με την έννοια μιας ειδικής εδαφικής… …

    Dictionary of Greek

  • 97κομμουνισμός — Βλ. λ. κομουνισμός. * * * ο 1. θεωρία και οικονομικοκοινωνικό σύστημα που έχει ως βάση την κοινωνική ιδιοκτησία τών μέσων παραγωγής, την πλήρη κατάργηση τών κοινωνικών τάξεων και διακρίσεων και την εφαρμογή τής αρχής «από τον καθένα ανάλογα με… …

    Dictionary of Greek

  • 98κομμουνιστής — ο, θηλ. κομμουνίστρια αυτός που ασπάζεται τη θεωρία τού κομμουνισμού και αγωνίζεται για την επικράτησή του. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά την ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. ουσ. communiste < commun «κοινός» (< λατ. communis «κοινός») + κατάλ. iste (πρβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 99κομμούνα — Βλ. λ. Κομούνα. * * * η 1. η κοινότητα ως ανώτατη πολιτική (νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική) εξουσία 2. το σύνολο τών κομμουνιστών 3. (υβριστικά) κομμουνιστής 4. φρ. «κομμούνα τού Παρισιού» α) η δημοτική αρχή τού Παρισιού κατά τη διάρκεια τής… …

    Dictionary of Greek

  • 100κοριός — Κοινή ονομασία ετεροπτέρων εντόμων της τάξης των ημιπτέρων. Πρόκειται για αιμοφάγα παράσιτα των θηλαστικών –συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου– και ορισμένων πτηνών. Το σώμα τους είναι μικρό και πεπλατυσμένο, ενώ απουσιάζουν τα μάτια και πολλές …

    Dictionary of Greek