ὁ κοινός

  • 61Κοίνῳ — Κοῖνος masc dat sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 62κοίν' — κοινά , κοινός common neut nom/voc/acc pl κοινά̱ , κοινός common fem nom/voc/acc dual κοινά̱ , κοινός common fem nom/voc sg (doric aeolic) κοινά , κοινός common neut nom/voc/acc pl κοινέ , κοινός common masc voc sg κοινέ , κοινός common masc/fem… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 63обьщии — (489) пр. 1.Относящийся ко всем или многим: Надъ мрьтв‹ыи›мь не ‹пла›чи нъ надъ несъмыс‹ль›||ныимь. онъ бо обьшть пѹть. а се сво˫а волѧ. (κοινή) Изб 1076, 77–77 об.; достоино… къ ѡбьщемѹ възвѣщати ѹчителю. [о Федоре Студите] и не възмощи… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 64φρυνίδες — (Bufonidae). Οικογένεια άνουρων αμφίβιων της υπόταξης των προκοίλων. Η διαφορά μεταξύ βατράχων και Φ. είναι ότι οι δεύτεροι ζουν περισσότερο στην ξηρά και λιγότερο στο νερό. Οι Φ. είναι εξάλλου περισσότερο εξελιγμένη οικογένεια από τα άλλα είδη… …

    Dictionary of Greek

  • 65κοινοτάτας — κοινοτάτᾱς , κοινός common fem acc superl pl κοινοτάτᾱς , κοινός common fem gen superl sg (doric aeolic) κοινοτάτᾱς , κοινός common fem acc superl pl κοινοτάτᾱς , κοινός common fem gen superl sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 66κοινοτέρα — κοινοτέρᾱ , κοινός common fem nom/voc/acc comp dual κοινοτέρᾱ , κοινός common fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) κοινοτέρᾱ , κοινός common fem nom/voc/acc comp dual κοινοτέρᾱ , κοινός common fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 67κοινοτέρας — κοινοτέρᾱς , κοινός common fem acc comp pl κοινοτέρᾱς , κοινός common fem gen comp sg (attic doric aeolic) κοινοτέρᾱς , κοινός common fem acc comp pl κοινοτέρᾱς , κοινός common fem gen comp sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 68αλγόριθμος — Όρος που υποδηλώνει κάθε συστηματική μέθοδο υπολογισμού, η οποία συνίσταται στο να φτάσει κανείς στο αποτέλεσμα με μια τελείως καθορισμένη ακολουθία πράξεων, που εκτελούνται σύμφωνα με συγκεκριμένους κανόνες. Π.χ. η μέθοδος ορισμού του μέγιστου… …

    Dictionary of Greek

  • 69ξυνός — ξυνός, ή, όν (Α) (επικ. και ιων. τ.) 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει από κοινού σε όλους, δημόσιος, καθολικός, κοινός («γαῑα δ ἔτι ξυνὴ πάντων», Ομ. Ιλ.) 2. (για τον Αρη, τον Ενυάλιο, τον Απόλλωνα, τον Διόνυσο) αμερόληπτος, αδέκαστος, αυτός που δεν …

    Dictionary of Greek

  • 70πολύκοινος — ον, Α 1. κοινός σε πολλούς (α. «πολύκοινον ἀγγελίαν», Πίνδ. β. «πολύκοινον Ἄιδαν», Σοφ.) 2. αυτός που έχει σεξουαλικές σχέσεις με πολλές ή με πολλούς, έκδοτος στις σαρκικές σχέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κοινός (πρβλ. πάγ κοινος)] …

    Dictionary of Greek