ὁ κοινός

  • 121ημιπτεροειδή ή ρυγχωτά — Υπέρταξη υδροβίων και χερσοβίων εντόμων. Τα η. έχουν διάφορες μορφές, μερικές φορές περίεργες, όπως σε μερικά εξωτικά είδη. Οι διαστάσεις τους ποικίλλουν από 12 εκ. –όπως του βελόστομου του μεγάλου της Κεντρικής Αμερικής– μέχρι 1 χιλιοστό ή και… …

    Dictionary of Greek

  • 122καράσιος — (Carassius). Γένος ψαριών της οικογένειας των κυπρινιδών. Τα άτομα του γένους έχουν μακρύ ραχιαίο πτερύγιο και τα φαρυγγικά τους τόξα είναι διατεταγμένα σε μια σειρά. Στο γένος αυτό ανήκουν δύο είδη: ο κ. ο κοινός και ο κ. ο χρυσόχρωμος. Ο κ. ο… …

    Dictionary of Greek

  • 123Ντιούι, Τζον — (John Dewey, Μπάρλινγκτον, Βερμόντ 1859 – Νέα Υόρκη 1952). Αμερικανός φιλόσοφος. Δίδαξε φιλοσοφία στα πανεπιστήμια της Μινεσότα (1888 – 1889), του Μίσιγκαν (1889 94), του Σικάγου (1894 – 1904) –όπου υπήρξε διευθυντής του School of Education– και …

    Dictionary of Greek

  • 124τίγγα — Γένος τελεόστεων ψαριών της οικογένειας των κυπρινιδών, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία τίλονες. Η οικογένεια αυτή περιλαμβάνει ελάχιστα είδη ψαριών, με μακρουλό σώμα, που σκεπάζεται από μικρά λέπια. Από τα κυριότερα είδη είναι ο τίλων …

    Dictionary of Greek

  • 125ՀԱՍԱՐԱԿ — (ի, աց, եւ ուց.) NBH 2 0050 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c ա. (որպէս թէ համասարաս, եւ կամ հաւասարակ.) μέσος medius κοινός communis ἵσος aequalis ἑξισούμενος adaequatus. Զուգապէս… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 126κοινοτάτωι — κοινοτάτῳ , κοινός common masc/neut dat superl sg κοινοτάτῳ , κοινός common masc/neut dat superl sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 127κοινοτέραν — κοινοτέρᾱν , κοινός common fem acc comp sg (attic doric aeolic) κοινοτέρᾱν , κοινός common fem acc comp sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 128κοινοτέρᾳ — κοινοτέρᾱͅ , κοινός common fem dat comp sg (attic doric aeolic) κοινοτέρᾱͅ , κοινός common fem dat comp sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)