ὁ κατ' οὐ

  • 71Λευκορωσία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΑ και Α με τη Ρωσία, Ν με την Ουκρανία, Δ με την Πολωνία και ΒΔ με τη Λιθουανία και τη Λετονία.Η Λ., Mπελαρούς στη γλώσσα των κατοίκων της, είναι μια εύφορη, σχεδόν επίπεδη χώρα, λίγο μικρότερη… …

    Dictionary of Greek

  • 72Λουάρ — I (Loire, ελλ. Λίγηρας). Ποταμός (1.010 χλμ.) της κεντροδυτικής Γαλλίας, ο μεγαλύτερος της χώρας, που εκβάλλει στον Ατλαντικό ωκεανό. Πηγάζει σε ύψος 1.425 μ. από το όρος Ζερμπιέ ντε Ζονκ (Κεντρικός Ορεινός Όγκος) και κατέρχεται με επικρατούσα… …

    Dictionary of Greek

  • 73Μπανγκλαντές — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Δ, Β και Α με την Ινδία και ΝΑ με τη Μυανμάρ. Βρέχεται Ν από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Tο Μ. ανέκτησε την ανεξαρτησία του το 1971. Αντιστοιχεί στην πρώην ανατολική επαρχία του Πακιστάν, από την οποία αποσπάστηκε… …

    Dictionary of Greek

  • 74Μπάντεν-Βίρτεμπεργκ — (Baden Wurttemberg). Ομόσπονδο κρατίδιο (35.752 τ. χλμ., 10.699.906 κάτ.) της Γερμανίας, της οποίας αποτελεί ολόκληρο το νοτιοδυτικό τμήμα. Σχηματίστηκε το 1951 με τη συγχώνευση των τριών κρατιδίων: του Μπάντεν, του Βίρτεμπεργκ Μπάντεν και του… …

    Dictionary of Greek

  • 75Σαρακήνα — Όνομα τεσσάρων οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (460 κάτ., υψόμ. 180 μ.), στην επαρχία Καλαμπάκας του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στα νότια της επαρχίας και της Καλαμπάκας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (9 τ. χλμ., 460 κάτ.). 2. Ορεινός… …

    Dictionary of Greek

  • 76Σπαθαραίοι — Όνομα δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (176 κάτ., υψόμ. 130 μ.) στην επαρχία Μαργαριτιού του νομού Θεσπρωτίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (45 τ. χλμ., 524 κάτ.), στην οποία ανήκει και το χωριό Μόρφιο (348 κάτ., υψόμ. 220 μ.). 2. Ορεινός… …

    Dictionary of Greek

  • 77Σάτρες — Ημιορεινός οικισμός (249 κάτ., υψόμ. 260), στην επαρχία Ξάνθης του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (149 τ. χλμ., 1391 κάτ.), στην οποία ανήκουν και τα χωριά, Ακραίος (145 κάτ., υψόμ. 380), Γιδότοπος (107 κάτ., υψόμ. 500),… …

    Dictionary of Greek

  • 78καλαμάκι — Ονομασία δεκατριών οικισμών. 1. Πόλη (υψόμ. 10 μ., 38.047 κάτ.) του νομού Αττικής. Ανήκει στο πολεοδομικό συγκρότημα της πρωτεύουσας, της οποίας ουσιαστικά αποτελεί προάστιο. Βρίσκεται στην ακτή του Σαρωνικού κόλπου, ανάμεσα στο Παλαιό Φάληρο και …

    Dictionary of Greek

  • 79καμάρι — Ονομασία δεκατριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ., 45 κάτ.) της Αμοργού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμοργού του νομού Κυκλάδων. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 670 μ., 325 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαντινείας του νομού Αρκαδίας.… …

    Dictionary of Greek

  • 80κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… …

    Dictionary of Greek