ὁ δὲ ξυνέηκε ϑεᾶς ὄπα

  • 1συνίημι — ΜΑ, και αττ. τ. ξυνίημι Α [ἵημι] 1. εννοώ, αντιλαμβάνομαι (α. «ὁ δὲ παράνομος Ἰούδας οὐκ ἠβουλήθη συνιέναι», Όρθρ. Μεγ. Παρασκ. β. «πρὸς τὸ συνιέναι ἡμᾱς τὸν Ἰησούν», Ειρην. γ. «οὔπω ξυνῆκα», Αισχύλ. δ. «εὖ λέγοντος οἷ νῡν δὴ ἐμνήσθημεν τοῡ… …

    Dictionary of Greek