ὁ δημιουργός

  • 101ДЕМИУРГ —     ДЕМИУРГ (δημιουργός, от δήμια ἔργα народные, общественные дела), в древнегреческой философии (преимущественно в платонизме) божественный создатель чувственно воспринимаемого космоса, в христианском богословии один из эпитетов Бога Творца.… …

    Античная философия

  • 102бывати — БЫВА|ТИ (>2000), Ю, ѤТЬ гл. I. Как самостоятельный гл. 1.Совершаться, происходить, случаться; исполняться, осуществляться: вьси събори и слоужьбы и праздьници и жьрьтвы. о чл҃вче сего дѣлѩ бываѫть да сѩ очистить чл҃вкъ отъ грѣхъ своихъ.… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 103Demiurgo — (Del lat. demiurgus < gr. demiurgos, obrero, artesano < demios, popular + ergon, trabajo.) ► sustantivo masculino FILOSOFÍA Principio activo, creador y ordenador del universo, en el platonismo y nosticismo. * * * demiurgo (del gr.… …

    Enciclopedia Universal

  • 104ELAGABALUS — sive Alagabalus, nomen Soli ab Emessenis datum: pro quo Graeci ac Romani, ut vox ea quodammodo barbariem exueret, Heliogabalus dicere maluêrunt: imo et Ε῾λαιαγάβαλος pro eo apud Herodian. legas. Eum autem Solem esse, indicant tum Dio et Herodian …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 105QUATERNIO — vis Decadis, et Decas natura Numeri, Pythagorae, Lucianus Βίων πράσει. Pyth. Quomodo numeras? Merc. Unum, duo, tria, quatuor, Pyth. Ο῾ρᾷς, ἃσὺ δοκέεις τέτταρα, ταῦτα δέκα εἰσὶ, καὶ ἡμέτερον ὅρκιον, καὶ τρίγωνον εντελὲς τὰ τέτταρα, vides! Quae… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 106Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …

    Dictionary of Greek

  • 107Μίθρας — Αρχαία θεότητα των Αρίων. Η ινδική (βεδική) θρησκεία τον κατέταξε μεταξύ των σπουδαιότερων θεών του πανθέου της, ενώ στην Περσία, ο ζωροαστρισμός μεταξύ των δαιμόνων. Με την πάροδο του χρόνου όμως ο ζωροαστρισμός τον δέχτηκε ως υπέρτατο άγιο… …

    Dictionary of Greek

  • 108Μανιχαϊσμός — Θρησκεία την οποία ίδρυσε και κήρυξε στην περσική αυτοκρατορία των Σασσανιδών ο Μάνης. Ο μ., ο οποίος υπέστη διωγμό στην Περσία, διαδόθηκε στην Άπω Ανατολή. Τον 7o αι. έφτασε στην Κίνα και τον 8o αι. έγινε επίσημη θρησκεία της τουρκικής… …

    Dictionary of Greek

  • 109Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… …

    Dictionary of Greek

  • 110Πολύμνια — Μία από τις εννέα Μούσες, κόρη του Δία και της Μνημοσύνης, προστάτιδα της λυρικής ποίησης και της ορχηστικής και δημιουργός της λύρας. Ήταν μητέρα του Ορφέα από τον Οίαγρο. Η Μούσα Πολόμνια. Άγαλμα του 2ου π.Χ. αι. (Μουσείο του Καπιτωλίου, Ρώμη) …

    Dictionary of Greek