1πέποιθεν — πείθω persuade perf ind act 3rd sg πείθω persuade plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2ευοργησία — εὐοργησία, ἡ (Α) [ευόργητος] ηπιότητα διαθέσεως, πραότητα («ὅς τὴν ἐμὴν πέποιθεν εὐοργησίᾳ ψυχὴν κρατήσειν», Ευρ.) …
Dictionary of Greek