ὁ (κλίνω)

  • 71κλίνῃ — κλί̱νῃ , κλίνη that on which one lies fem dat sg (attic epic ionic) κλί̱νῃ , κλίνω sráyati aor subj mid 2nd sg κλί̱νῃ , κλίνω sráyati aor subj act 3rd sg κλί̱νῃ , κλίνω sráyati pres subj mp 2nd sg κλί̱νῃ , κλίνω sráyati pres ind mp 2nd sg κλί̱νῃ …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 72προσκλίνω — ΝΑ [κλίνω] 1. κλίνω, στρέφω κάτι προς κάτι άλλο, τό στηρίζω πάνω σε κάτι άλλο 2. στηρίζομαι, γέρνω, ακουμπώ 3. μτφ. έχω ενδιάθετη κλίση, αισθάνομαι φυσική συμπάθεια προς ένα πρόσωπο και τείνω να συνταχθώ με τις απόψεις του, να πάω με το μέρος του …

    Dictionary of Greek

  • 73κεκλιμέν' — κεκλιμένα , κλίνω sráyati perf part mp neut nom/voc/acc pl κεκλιμένε , κλίνω sráyati perf part mp masc voc sg κεκλιμέναι , κλίνω sráyati perf part mp fem nom/voc pl κεκλιμένᾱͅ , κλίνω sráyati perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 74κλινθέντ' — κλινθέντα , κλίνω sráyati aor part pass neut nom/voc/acc pl κλινθέντα , κλίνω sráyati aor part pass masc acc sg κλινθέντι , κλίνω sráyati aor part pass masc/neut dat sg κλινθέντε , κλίνω sráyati aor part pass masc/neut nom/voc/acc dual …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 75κλινούσας — κλῐνούσᾱς , κλίνω sráyati fut part act fem acc pl (attic epic doric) κλῐνούσᾱς , κλίνω sráyati fut part act fem gen sg (doric) κλῑνούσᾱς , κλίνω sráyati pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) κλῑνούσᾱς , κλίνω sráyati pres part …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 76γέρνω — (Μ γέρνω) 1. κλίνω προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («γείρε τη στάμνα», «γείρε τη σανίδα δεξιά») 2. παρουσιάζω κλίση προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («ταπεινότατη σού γέρνει η τρισάθλια κεφαλή», Δ. Σολ. «τα κλαδιά έγερναν από το βάρος τού καρπού») 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 77μετακλίνω — (Α) 1. (ενεργ. και μέσ.) (κυριολ. και μτφ.) κλίνω, μετακινώ κάποιον ή κάτι προς άλλο μέρος, προς άλλη πλευρά 2. μέσ. μετακλίνομαι α) κλίνω προς το άλλο μέρος, μεταστρέφομαι β) μεταβάλλομαι γ) (για τους μυς) στρέφομαι προς όλες τις κατευθύνσεις.… …

    Dictionary of Greek

  • 78νεύω — (ΑΜ νεύω) 1. κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω, σκύβω ελαφρά 2. κάνω νεύμα με το κεφάλι, με τα μάτια, με τα χείλη ή με τα χέρια για να δείξω συναίνεση, αποδοχή, έγκριση ή άρνηση, αποτροπή, απαγόρευση ή, απλώς, για συνεννόηση σχετικά με… …

    Dictionary of Greek

  • 79κλιθεῖσ' — κλῐθεῖσα , κλίνω sráyati aor part pass fem nom/voc sg κλῐθεῖσι , κλίνω sráyati aor part pass masc/neut dat pl κλῐθεῖσαι , κλίνω sráyati aor part pass fem nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 80κλινεῖ — κλῐνεῖ , κλίνω sráyati aor subj pass 3rd sg (epic) κλῐνεῖ , κλίνω sráyati fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) κλῐνεῖ , κλίνω sráyati fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)