ὁ (κλίνω)
21λευκοφέρνω — κλίνω προς το λευκό χρώμα, ασπρίζω, είμαι υπόλευκος …
22αθεΐζω — κλίνω προς την αθεΐα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
23συγκλίνω — κλίνω προς κάτι ή κάποιον, πλησιάζω …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
24κεκλικυῖα — κλίνω sráyati perf part act fem nom/voc sg …
25κεκλικυῖαν — κλίνω sráyati perf part act fem acc sg …
26κεκλικόσι — κλίνω sráyati perf part act masc/neut dat pl …
27κεκλικότας — κλίνω sráyati perf part act masc acc pl …
28κεκλικότες — κλίνω sráyati perf part act masc nom/voc pl …
29κεκλικότι — κλίνω sráyati perf part act masc/neut dat sg …
30κεκλικότος — κλίνω sráyati perf part act masc/neut gen sg …