ὁ (κλίνω)

  • 101ημύω — ἠμύω (Α) 1. κλίνω, γέρνω («ἑτέρωσ ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθέν», Ομ. Ιλ.) 2. (για σπαρτά, όταν τα στάχια γέρνουν, όχι από τον άνεμο αλλά λόγω τού βάρους) κλίνω προς τα κάτω 3. (μτφ. για πόλεις) καταπίπτω, καταρρέω 4. (μτβ.) αφανίζω, καταστρέφω 5.… …

    Dictionary of Greek

  • 102καθυποκλίνω — (Α) (επιτατ. τού υποκλίνω) 1. κλίνω κάτι εντελώς προς τα κάτω 2. μέσ. καθυποκλίνομαι υποτάσσω τον εαυτό μου σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο κλίνω] …

    Dictionary of Greek

  • 103καταρρέπω — (Α) 1. κλίνω προς το ένα μέρος, γέρνω από τη μια μεριά («μηδαμοῡ νεύῃ μηδ ἐπὶ πολὺ καταρρέπῃ μηδὲν αὐτῶν, ἀλλ ἰσορροποῡν καὶ ζυγοστατούμενον διαμένῃ», Πολ.) 2. έχω μια ορισμένη κλίση, ψυχική διάθεση για κάτι («καταρρέπειν ἐπὶ τὸν μοναχὸν τρόπον» …

    Dictionary of Greek

  • 104κατημύω — (Α) 1. κλίνω προς τα κάτω, πέφτω κάτω (ἔρνεα... κατημύουσιν κλασθέντα ῥίζηθεν», Απολλ. Ρόδ.) 2. μτφ. κάνω κάτι να κλίνει προς τα κάτω, να καταπέσει («κατήμυσαν δ ἀχέεσσι θυμόν», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἠμύω «κλίνω, γέρνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 105κλίση — I (Αστρον.). Κ. τροχιάς ενός πλανήτη είναι η γωνία που σχηματίζει το επίπεδο της τροχιάς του με την τροχιά της Γης, δηλαδή την εκλειπτική. Από τους μεγάλους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο Πλούτων έχει τη μεγαλύτερη κ. (17° 18’48’) και ο… …

    Dictionary of Greek

  • 106κλίτος — Καθένας από τους τρεις ή πέντε διαδρόμους στους οποίους διαιρούνται με ενδιάμεσες κιονοστοιχίες οι παλιοί χριστιανικοί ναοί και ιδιαίτερα οι βασιλικές. Με τον όρο αυτό, εξάλλου, χαρακτηρίζεται στην τοπογραφία η κλίση τμήματος εδάφους. * * * (I)… …

    Dictionary of Greek

  • 107μεταβάλλω — (ΑM μεταβάλλω) [βάλλω] αλλάζω την κατάσταση κάποιου, μετατρέπω (α. «οι συνθήκες τής ζωής μεταβάλλουν τον άνθρωπο» β. «ο καιρός κάθε μέρα μεταβάλλεται» γ. «τὰς φυλὰς (ο Κλεισθένης) μετέβαλε εἰς ἄλλα ὀνόματα», Ηρόδ.) μσν. 1. αναπληρώνω 2. μεταπείθω …

    Dictionary of Greek

  • 108μεταρρέπω — (Μ) 1. ρέπω ή κλίνω προς το άλλο μέρος 2. μεταβαίνω με ησυχία προς το απέναντι μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ῥέπω «κλίνω προς μία κατεύθυνση»] …

    Dictionary of Greek

  • 109περίκλ(ε)ιτρον — τὸ, Α κάλυμμα κλίνης, περίστρωμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + θ. κλι τού κλίνω + επίθημα τρον. Ο τ. περί κλειτρον έχει σχηματιστεί από την απαθή βαθμίδα τής ρίζας τού κλίνω* (πρβλ. κλ[ε]ιτύς)] …

    Dictionary of Greek

  • 110προσπτήσσω — Α παρουσιάζω κλίση προς μια διεύθυνση, κλίνω, γέρνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πτύσσω «ζαρώνω, κλίνω»] …

    Dictionary of Greek