1οτιή — ὁτιή και ὅτι ἤ (Α) [ότι] (σύνδ.) 1. (συν. στους κωμικούς αντί τού αιτιολογικού ὅτι) διότι, επειδή 2. (σπαν. αντί τού ειδικού ὅτι) ότι, πως 3. (σε ερωτήσεις με το τί) ὁτιὴ τί γιατί έτσι; …
Dictionary of Greek
2ὁτιή — because indeclform (conj) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)