ὁσίη
1ὁσίη — ὅσιος hallowed fem nom/voc sg (epic ionic) ὁσία divine law fem nom/voc sg (epic ionic) …
2ὁσίῃ — ὅσιος hallowed fem dat sg (epic ionic) ὁσία divine law fem dat sg (epic ionic) …
3όσιος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Άκμασε την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ως επίσκοπος της Καρδούη ή Κορδούη της Ισπανίας. Πήρε μέρος στην A’ Οικουμενική Σύνοδο η οποία έγινε στη Νίκαια καθώς και στη Σύνοδο της Σαρδικής (347), κατά την… …
4οσία — ὁσία, ιων. τ. ὁσίη ἡ (Α) βλ. όσιος …