1οσάγωνος — ὁσάγωνος, ον (Α) αυτός που έχει οσονδήποτε αριθμό εδρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅσος + γωνος (< γωνία), πρβλ. πολύ γωνος. Το α τού τ., κατά τα τετρά γωνος, επτά γωνος] …
Dictionary of Greek
2ὁσάγωνος — of whatever number of sides masc/fem nom sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)