ὁσι-ία
1Ὅσι' — Ὅσιε , Ὅσιος masc voc sg …
2ὅσι' — ὅσια , ὅσιος hallowed neut nom/voc/acc pl ὅσια , ὅσιος hallowed neut nom/voc/acc pl ὅσιε , ὅσιος hallowed masc voc sg ὅσιε , ὅσιος hallowed masc/fem voc sg ὅσιαι , ὅσιος hallowed fem nom/voc pl …
3βραχίοσ' — βραχί̱οσι , βραχίων arm masc dat pl βραχίοσι , βραχύς short dat comp pl (ionic) βραχί̱οσι , βραχύς short dat comp pl (attic) …
4βραχίοσι — βραχί̱οσι , βραχίων arm masc dat pl βραχύς short dat comp pl (ionic) βραχί̱οσι , βραχύς short dat comp pl (attic) …
5έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… …
6βελτίοσι — βελτί̱οσι , βελτίων better dat comp pl …
7διδυμάοσι — διδυμά̱οσι , διδυμάων twins masc/fem dat pl …
8κίοσι — κί̱οσι , κίων pillar masc/fem dat pl …
9ξυνάοσι — ξῡνά̱οσι , ξυνήων masc dat pl (doric) …
10πίοσι — πί̱οσι , πίων fat masc/fem dat pl …
- 1
- 2