1οσιωτήρ — ὁσιωτήρ, ῆρος, ὁ (Α) (για το ζώο που θυσιαζόταν όταν κάποιος από τους ιερείς διοριζόταν στην τάξη τών οσίων) αυτός που καθοσιώνει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁσιῶ + επίθημα τήρ (πρβλ. ορθω τήρ)] …
Dictionary of Greek
2ὁσιωτήρ — consecrator masc nom sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
3ὁσιωτῆρα — ὁσιωτήρ consecrator masc acc sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)