ὁρῶμαι
1ὁρῶμαι — ὁράω Inscr. destombeaux des rois pres subj mid 1st sg (attic epic ionic) ὁράω Inscr. destombeaux des rois pres ind mid 1st sg ὁράω Inscr. destombeaux des rois pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) ὁράω Inscr. destombeaux des rois pres ind mp 1st …
2ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου …
3ποτοπτάζω — Α (δωρ. τ.) προσορῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ «προς» (βλ. λ. ποτί) + ὀπτάζομαι «ορώμαι, φαίνομαι»] …
4προσοπτάζω — Α προσορῶ* (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὀπτάζομαι «ορώμαι, φαίνομαι»] …