ὁρμηϑέντες
1ὁρμηθέντες — ὁρμάω set in motion aor part pass masc nom/voc pl (attic ionic) ὁρμέω to be moored aor part pass masc nom/voc pl …
2OVIS Fera — Romanis dicta est Camelopardalis de qua supra: ovis scl. a mansuetudine morum, et sera διακριτικῶς. Bellonius ex αὐτοψίᾳ Observat. l. 2. c. 49. Animal mitius nullum est. est instar ovis. et quâvis aliâ ferâ gratior. Sed et in ipso ovium genere,… …
3εξέλαση — η (AM ἐξέλασις) [εξελαύνω] νεοελλ. (μεταλργ.) κατεργασία εξαναγκασμού ψυχρής μεταλλικής ράβδου να περάσει από τρύπα ολκού μικρότερης διαμέτρου την οποία αποκτά και η διατομή τής ράβδου μσν. επίταξη για πολεμικούς σκοπούς αρχ. 1. έξωση, εξορία… …
4κατίσχω — και καταΐσχω (Α) 1. κρατώ πίσω, εμποδίζω, συγκρατώ («ἑλίσσεται ἔνθα καὶ ἔνθα... οὐδὲ κατίσχει», Ομ. Ιλ.) 2. οδηγώ προς μια κατεύθυνση («ἐς πατρίδα γαῑαν νῆα κατισχέμεναι», Ομ. Οδ.) 3. προσορμίζομαι, αράζω («ὁρμηθέντες αὐτόθεν κατίσχουσιν ἐς τὰς… …