ὁρμητήριον
1ὁρμητήριον — stimulant neut nom/voc/acc sg …
2ὁρμητηρίοις — ὁρμητήριον stimulant neut dat pl …
3ὁρμητηρίου — ὁρμητήριον stimulant neut gen sg …
4ὁρμητηρίων — ὁρμητήριον stimulant neut gen pl …
5ὁρμητηρίῳ — ὁρμητήριον stimulant neut dat sg …
6ὁρμητήρια — ὁρμητήριον stimulant neut nom/voc/acc pl …
7θυστήριος — θυστήριος, ον (Α) 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ θυστήριος προσωνυμία τού Διονύσου 2. (κατά το λεξ. Σούδα) το ουδ. ως ουσ. τὸ θυστήριον «όρμητήριον». [ΕΤΥΜΟΛ. Μπορεί να θεωρηθεί παράγωγο είτε τού θύω (I) είτε τού θύω (ΙΙ) και αποτελεί ένδειξη τής πιθ.… …
8ορμητήριο — το (ΑΜ ὁρμητήριον και δωρ. τ. ὁρματήριον) οχυρή θέση από την οποία εξορμά κανείς για πολεμική επιχείρηση ή για θαλάσσια επιδρομή νεοελλ. ναυτ. πρόσκαιρη ή μόνιμη βάση αγκυροβολίας και ανεφοδιασμού τού στόλου αρχ. 1. μέσο για διέγερση ή για… …
9ὁρμητηρίωι — ὁρμητηρίῳ , ὁρμητήριον stimulant neut dat sg …
10ὁρμητήρι' — ὁρμητήρια , ὁρμητήριον stimulant neut nom/voc/acc pl …