ὁρμαί
1Ὁρμαί — Ὅρμή fem nom/voc pl …
2ὁρμαί — ὁρμή rapid motion forwards fem nom/voc pl …
3Ὁρμᾶι — Ὁρμᾷ , Ὅρμή fem dat sg (doric aeolic) …
4ὁρμᾶι — ὁρμᾷ , ὁρμάω set in motion pres subj mp 2nd sg ὁρμᾷ , ὁρμάω set in motion pres ind mp 2nd sg (epic) ὁρμᾷ , ὁρμάω set in motion pres subj act 3rd sg ὁρμᾷ , ὁρμάω set in motion pres ind act 3rd sg (epic) ὁρμᾷ , ὁρμάζω fut ind mid 2nd sg (epic) ὁρμᾷ …
5ορμή — η (ΑΜ ὁρμή) 1. βίαιη και ορμητική κίνηση προς τα εμπρός («η ορμή με την οποία έκανε επίθεση το στράτευμα υπερνίκησε τον εχθρό») 2. (σχετικά με πράγματα ή φυσικά φαινόμενα) ένταση, σφοδρότητα (α. «η ορμή τού ανέμου» β. «θάμνοι πρόρριζοι πίπτουσιν… …
6σπαργή — η, ΝΑ νεοελλ. 1. διόγκωση τού κυτταροπλάσματος και κυρίως τών χυμοτοπίων ενός φυτικού κυττάρου, η οποία οφείλεται στη διείσδυση νερού στο εσωτερικό τους, όταν το κύτταρο βυθίζεται σε ένα υποτονικό διάλυμα, δηλαδή σε ένα διάλυμα με μικρότερη… …
7(s)p(h)ereg-, (s)p(h)erǝg-, (s)p(h)rēg- (nasal. spreng-) — (s)p(h)ereg , (s)p(h)erǝg , (s)p(h)rēg (nasal. spreng ) English meaning: to rush, hurry; to scatter, sprinkle Deutsche Übersetzung: “zucken, schnellen” and ‘streuen, sprinkle, spritzen” Note: g extension to sp(h)er Material: A …