ὁρμή
121αντιβαρώ — βαρώ δυνατά, χτυπώ με ορμή («ο ταύρος... με τα κέρατα αντιβάρει» Δ. Σολωμός) …
122αντιπαλεύω — (AM ἀντιπαλαίω) παλεύω εναντίον κάποιου, αγωνίζομαι («Ναι, αλλά τώρα αντιπαλεύει κάθε τέκνο σου με ορμή, που ακατάπαυστα γυρεύει ή τη νίκη ή τη θανή», Δ. Σολωμός) αρχ. μσν. κάνω αγώνα πάλης με κάποιον …
123ανόρμητος — ἀνόρμητος, ον ο δίχως ορμή, αδρανής, νωθρός …
124αποικιοκρατία — Ο όρος αποικία, με το σύγχρονο περιεχόμενό του, σημαίνει μια εδαφική μονάδα έξω από τα γεωγραφικά όρια ενός κράτους, προς το οποίο συνδέεται με δεσμούς εξάρτησης τόσο στο διοικητικό όσο και στο οικονομικό πεδίο. Η ιστορία της δημιουργίας αποικιών …
125αποκρουνίζω — ἀποκρουνίζω (Α) (για νερό) τινάζομαι έξω με ορμή …
126αποπέφτω — (Μ ἀποπέφτω) νεοελλ. 1. καταπέφτω, εξασθενώ τελείως 2. πέφτω σε κακά χέρια μσν. πέφτω με ορμή πάνω σε κάποιον …
127ασελγής — ές (AM ἀσελγής, ές) ο ακόλαστος, ο λάγνος αρχ. ο αδιάντροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η υπόθεση, κατά την οποία η λ. ασελγής αποτελεί βοιωτικό δάνειο < *αθελγής («τρελός») < θέλγω «αποβλακώνω μαγεύω», όπου το α πιθ. συνεσταλμένη βαθμίδα… …
128ατμοσειρήνα — Συσκευή που λειτουργεί με ατμό και τη χρησιμοποιούσαν κυρίως στα ατμόπλοια για να εκπέμπει ηχητικά σήματα. Ο ατμός μπαίνει σε μία κυλινδρική θήκη με διπλά τοιχώματα και εκρέει με ορμή από λοξές σχισμές του εσωτερικού τοιχώματος. Το ρεύμα αυτό του …