ὁρμή

  • 111ακατάσχετος — η, ο (Α ἀκατάσχετος, ον) αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να συγκρατηθεί, να αναχαιτιστεί, να σταματήσει «ακατάσχετη ορμή, φλυαρία, αιμορραγία» νεοελλ. 1. αυτός που δεν κατασχέθηκε αναγκαστικά (για την ικανοποίηση τού δανειστή) ή που δεν υπόκειται …

    Dictionary of Greek

  • 112ακοντίζω — (Α ἀκοντίζω) 1. ρίχνω το ακόντιο, εξακοντίζω «ἀκοντίζων τὸν ὗν τοῡ μὲν ἁμαρτάνει, τυγχάνει δὲ τοῡ Κροίσου παιδὸς» (Ηρόδ.) 2. χτυπώ με το ακόντιο «ὲς πλευρὰ καὶ πρὸς ἧπαρ ἠκοντίζετο» (Ευρ.) νεοελλ. 1. χτυπώ, λαβώνω με τη ματιά «και την καρδιά μου… …

    Dictionary of Greek

  • 113ακόντιο — Όπλο και αθλητικό όργανο ρίψης, το οποίο αποτελείται από ένα κοντάρι με μεταλλική αιχμή. Στην αρχαία Ελλάδα το χρησιμοποιούσαν και με τις δύο του αυτές ιδιότητες. Ως όπλο ήταν μικρό δόρυ που το χρησιμοποιούσαν σε συγκρούσεις από μικρή απόσταση… …

    Dictionary of Greek

  • 114αλεποτινάζω — Ι. ενεργ. 1. αρπάζω κάποιον με ορμή και τόν χτυπώ βίαια καταγής 2. απωθώ με βία ΙΙ μέσ. κινούμαι με απειλητικές διαθέσεις ΙΙΙ. (αλληλοπαθές) φιλονικώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεπού + τινάζω] …

    Dictionary of Greek

  • 115αμενηνώ — ἀμενηνῶ ( όω) (Α) [ἀμενηνός] εξασθενίζω, αμβλύνω την ορμή ή τη δύναμη κάποιου …

    Dictionary of Greek

  • 116αναΐσσω — ἀναΐσσω και συνηρ. ἀνᾴσσω (Α) 1. ορμώ επάνω, αναπηδώ 2. σηκώνομαι επάνω για να μιλήσω 3. (για πηγή) αναβλύζω με ορμή 4. φεύγω ολοταχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α) * + ἀΐσσω, ἄσσω] …

    Dictionary of Greek

  • 117αναβάλλουσα — η και ανεβάλλουσα (μτχ. τού αρχ. ἀναβάλλω ως ουσ.) πηγή από την οποία αναβλύζει το νερό σαν πίδακας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένη μτχ. ενεστ. τού αρχ. ρ. ἀναβάλλω «κάνω να πεταχτεί νερό ψηλά με ορμή»] …

    Dictionary of Greek

  • 118ανακμάζω — ἀνακμάζω (Α) ξεσπώ εκ νέου με ορμή (για «στάσιν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + ἀκμάζω. ΠΑΡ. ἀνακμαστικός] …

    Dictionary of Greek

  • 119αναπλωτάζω — ἀναπλωτάζω (Α) [πλωτός] ανεβαίνω με ορμή στην επιφάνεια υγρού …

    Dictionary of Greek

  • 120αναχαιτίζω — (AM ἀναχαιτίζω) εμποδίζω, ανακόπτω, σταματώ κάτι μσν. (αμτβ.) 1. (για ποταμό) ανακόπτω την ορμή ή τη ροή μου, σταματώ 2. (για λόγο) χάνω τη συνέχειά μου αρχ. Ι. (αμτβ.) 1. (για άλογο) κουνώ τη χαίτη προς τα πίσω, σηκώνομαι στα δυο πισινά πόδια 2 …

    Dictionary of Greek