ὁρμή

  • 101Αχελώος — I Θεός των ποταμών, γιος του Ωκεανού και της Τηθύος ή Γαίας, που το όνομά του πήρε ο ποταμός της Αιτωλοακαρνανίας. Λατρευόταν σε πολλά μέρη της Ελλάδας και ιδιαίτερα στην Ακαρνανία, όπου τελούνταν αγώνες στον Ωρωπό, στα Μέγαρα, όπου είχαν στηθεί… …

    Dictionary of Greek

  • 102Ούννοι — Νομαδικός λαός μογγολικής καταγωγής, που στο β’ μισό του 4ου αι. μ.Χ. εγκατέλειψε τις στέπες του σημερινού Τουρκεστάν, εισέβαλε στη νότια Ρωσία, υποτάσσοντας ένα μέρος από τους εκεί εγκατεστημένους Γότθους, τους Οστρογότθους, ενώ παράλληλα… …

    Dictionary of Greek

  • 103Ρίπαι — αἱ, Α μυθική οροσειρά στον Βορρά, τα Ριπαία Όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥιπή «ορμή, δύναμη» (< ῥίπτω) με την έννοια ότι από το μέρος αυτό ξεκινά ο Βορράς, που είναι ο πιο ισχυρός άνεμος …

    Dictionary of Greek

  • 104άιξ — (Αστρον.). Ο αστέρας α Ηνίοχου. Είναι ο λαμπρότερος αστέρας του αστρικού αυτού σχηματισμού και ένας από τους λαμπρότερους σε όλο τον ουρανό. Η ονομασία προέρχεται από το γεγονός ότι το αστρικό αυτό συγκρότημα απεικονίζει στον ουρανό έναν άντρα… …

    Dictionary of Greek

  • 105έξορμος — η, ο (Α ἔξορμος, ον) [όρμος] αυτός που βρίσκεται στην ανοιχτή θάλασσα, έξω από το λιμάνι αρχ. 1. ορμητικός 2. αναστατωμένος, ταραγμένος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔξορμον η ορμή …

    Dictionary of Greek

  • 106έσις — (I) ἕσις, ἡ (Α) [ίημι] 1. άφεση 2. ορμή. (II) ἕσις, ἡ (Α) [έζομαι] το να κάθεται κάποιος, το κάθισμα …

    Dictionary of Greek

  • 107αγριόπνους — ἀγριόπνους ( οος), ουν (Μ) αυτός που πνέει άγρια, με ορμή, ορμητικός, βίαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγριος + πνοή] …

    Dictionary of Greek

  • 108αεροπλανικός — ή, ό [αεροπλάνο] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αεροπλάνο, ή ο κατάλληλος για την προσγείωση αεροπλάνου (π. χ. «αεροπλανικός χώρος») 2. «αεροπλανικό κόλπο», παλαιστικό τέχνασμα, κατά το οποίο ο παλαιστής ανασηκώνει με τα δύο χέρια τον αντίπαλό …

    Dictionary of Greek

  • 109αιρώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * αἱρῶ ( έω) (AM) Ι. ενεργ. 1. παίρνω, αρπάζω 2. απομακρύνω, αφαιρώ 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 110ακάμας — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θησέα και της Φαίδρας. Σύμφωνα με μύθους μεταγενέστερους του Ομήρου, έλαβε μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας και ήταν ένας από τους πρεσβευτές των Ελλήνων που στάλθηκαν να ζητήσουν την Ωραία Ελένη… …

    Dictionary of Greek