ὁρμή
11Ὁρμαί — Ὅρμή fem nom/voc pl …
12ὁρμαί — ὁρμή rapid motion forwards fem nom/voc pl …
13Ὁρμᾶν — Ὅρμή fem gen pl (doric aeolic) …
14Ὁρμᾶς — Ὅρμή fem gen sg (doric aeolic) …
15Ὁρμᾷ — Ὅρμή fem dat sg (doric aeolic) …
16Ὁρμῆς — Ὅρμή fem gen sg (attic epic ionic) …
17Ὁρμήν — Ὅρμή fem acc sg (attic epic ionic) …
18ὁρμήν — ὁρμή rapid motion forwards fem acc sg (attic epic ionic) …
19Ὁρμῶν — Ὅρμή fem gen pl …
20απροσδιοριστίας, αρχή της- — Θεμελιώδης αρχή της κβαντικής μηχανικής, που τη διατύπωσε ο Χάιζενμπεργκ το 1927, σύμφωνα με την οποία είναι αδύνατον να προσδιορίσουμε με αυθαίρετη ακρίβεια, σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, τη θέση και την ταχύτητα των σωματίων και προκειμένου… …