ὁριστικός
1ὁριστικός — of masc nom sg …
2οριστικός — ή, ό (ΑΜ ὁριστικός, ή, όν) [οριστός] το θηλ. ως ουσ. η οριστική γραμμ. η πρώτη ρηματική έγκλιση η οποία δηλώνει κάτι το οποίο είναι ή θεωρείται αληθινό, πραγματικό νεοελλ. 1. σαφώς καθορισμένος, τελειωτικός («η απόφαση που πήρα είναι οριστική») 2 …
3οριστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. ορισμένος, αμετάβλητος, τελειωτικός: Οριστική απόφαση. 2. αυτός που καθορίζει, που ξεχωρίζει: Οριστική αντωνυμία. 3. ως ουσ., οριστική, η πρώτη από τις εγκλίσεις ρήματος που δηλώνει κάτι το πραγματικό …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ὁριστικά — ὁριστικός of neut nom/voc/acc pl ὁριστικά̱ , ὁριστικός of fem nom/voc/acc dual ὁριστικά̱ , ὁριστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5ὁριστικώτερον — ὁριστικός of adverbial comp ὁριστικός of masc acc comp sg ὁριστικός of neut nom/voc/acc comp sg …
6ὁριστικῶν — ὁριστικός of fem gen pl ὁριστικός of masc/neut gen pl …
7ὁριστικόν — ὁριστικός of masc acc sg ὁριστικός of neut nom/voc/acc sg …
8ὁριστικαῖς — ὁριστικός of fem dat pl …
9ὁριστικαί — ὁριστικός of fem nom/voc pl …
10ὁριστικοῖς — ὁριστικός of masc/neut dat pl …