ὁποτεοῦν

  • 1οποτεούν — ὁποτεοῡν (Α) επίρρ. σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή, οποτεδήποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπότε + οὖν (πρβλ. οπωσ ούν)] …

    Dictionary of Greek