ὁπλότατος
1ὁπλότατος — masc nom sg …
2ὁπλότατον — ὁπλότατος masc acc sg ὁπλότατος neut nom/voc/acc sg …
3ὁπλοτάτη — ὁπλότατος fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
4ὁπλοτάτην — ὁπλότατος fem acc sg (attic epic ionic) …
5ὁπλοτάτης — ὁπλότατος fem gen sg (attic epic ionic) …
6ὁπλοτάτου — ὁπλότατος masc/neut gen sg …
7ὁπλοτάτῃ — ὁπλότατος fem dat sg (attic epic ionic) …
8ὁπλόταται — ὁπλότατος fem nom/voc pl …
9SATURNUS — Oceani ac Tethyos fil. Plato in Tinaeo: Γῆς τε καὶ Οὐρανοῦ παῖδες Ω᾿κεανός τε καὶ Τηθὺς ἐγενέςθ ην, ἐκ τούτων δὲ Φόρκυχ τε καὶ Κρόνος, καὶ Ρ῾έα, καὶ ὅσοι μετὰ τούτων. At Hesiod. in ortu Deorum, v. 44. cum Caeli uxorem Terram fuisse cecinisset,… …
10πανοπλότατος — άτη, ον, Α πάρα πολύ νέος, νεώτατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὁπλότατος «νεώτατος» (< ὅπλον)] …