ὁπλιταγωγός
1οπλιταγωγός — ό (Α ὁπλιταγωγός, όν) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το οπλιταγωγό βοηθητικό πλοίο τού πολεμικού ναυτικού ειδικά κατασκευασμένο ή μετασκευασμένο για μεταφορά στρατευμάτων αρχ. αυτός που χρησιμεύει στη μεταφορά οπλιτών («τριήρεσι... ὧν ἔσεσθαι… …
2ὁπλιταγωγός — ὁπλῑταγωγός , ὁπλιταγωγός carrying the heavy armed masc/fem nom sg …
3οπλιταγωγώ — ὁπλιταγωγῶ, έω (Μ) [οπλιταγωγός] μεταφέρω οπλίτες …
4ὁπλιταγωγοῖς — ὁπλῑταγωγοῖς , ὁπλιταγωγός carrying the heavy armed masc/fem/neut dat pl …
5ὁπλιταγωγοί — ὁπλῑταγωγοί , ὁπλιταγωγός carrying the heavy armed masc/fem nom/voc pl …
6ὁπλιταγωγούς — ὁπλῑταγωγούς , ὁπλιταγωγός carrying the heavy armed masc/fem acc pl …