ὁπλή
1ὁπλή — hoof fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2οπλή — Κεράτινη θήκη που περιβάλλει το άκρο του δαχτύλου ή των δαχτύλων με τα οποία τα οπληφόρα ζώα στηρίζονται στο έδαφος. Τυπική ο. είναι εκείνη των Ιππιδών, στους οποίους καλύπτει την τελευταία φάλαγγα του τρίτου δαχτύλου: το χοντρό και ισχυρό… …
3ὁπλῇ — ὁπλέω make ready pres subj mp 2nd sg ὁπλέω make ready pres ind mp 2nd sg ὁπλέω make ready pres subj act 3rd sg ὁπλή hoof fem dat sg (attic epic ionic) …
4οπλή — η το άκρο του ποδιού των μονώνυχων ζώων, αλλ. νύχι, το …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ὁπλαῖς — ὁπλή hoof fem dat pl …
6ὁπλαῖσι — ὁπλή hoof fem dat pl (epic ionic aeolic) …
7ὁπλαί — ὁπλή hoof fem nom/voc pl …
8ὁπλᾶς — ὁπλή hoof fem gen sg (doric aeolic) …
9ὁπλήν — ὁπλή hoof fem acc sg (attic epic ionic) …
10Πήγασος — I Φτερωτό άλογο της μυθολογίας. Ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Μέδουσας. Αναπήδησε από το αίμα της μητέρας του όταν την αποκεφάλισε ο Περσέας. Σύμφωνα με άλλο μύθο, ξεπήδησε από το χώμα της Ακρόπολης όταν ο Ποσειδώνας, μαλώνοντας με την Αθηνά… …