ὁνί

  • 1ονί — ὁνί (Α) (αρκαδικός τ.) όδε*. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. όνε] …

    Dictionary of Greek

  • 2ὀνίτιδα — ὀνί̱τιδα , ὀνῖτις pot marjoram fem acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3ὀνίτιδος — ὀνί̱τιδος , ὀνῖτις pot marjoram fem gen sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4κλεφτρόνι — το κλέφτης που κλέβει μικρής αξίας πράγματα, μικροκλέφτης, κλεφταράκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλεφτρ (πρβλ. κλέφτρα) + κατάλ. όνι (< ιταλ. one), πρβλ. καδρ όνι, κασ όνι] …

    Dictionary of Greek

  • 5φρεγαδόνι — το, Ν μικρή φρεγάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρεγάδα + υποκορ. κατάλ. όνι (πρβλ. γλαρ όνι: γλάρος, ψαρ όνι: ψάρος)] …

    Dictionary of Greek

  • 6Νιγηρία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με τον Νίγηρα, ΒΑ με το Τσαντ, Α με το Καμερούν, Ν βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας και Δ συνορεύει με την Μπενίν.Tο έδαφος της Ν. αποτελείται από την ένωση, κατά την αποικιακή εποχή, των διαφόρων… …

    Dictionary of Greek

  • 7πλατόνι — το, Ν είδος ελαφιού με πολύκλαδα κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατύς (πρβλ. γλαρ όνι, ψαρ όνι)] …

    Dictionary of Greek

  • 8πρεζόνι — το, Ν πρεζάκιας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρέζα + ονι (πρβλ. τρομπ όνι)] …

    Dictionary of Greek

  • 9χαβαρόνι — το, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τού κορακιού τού ευρασιατικού είδους Corvus frugilegus, συχνότερου εκπροσώπου τής οικογένειας corvidae, το οποίο έχει μήκος 45 εκατοστόμετρα και φτέρωμα μαύρο με ιριδίζουσες αποχρώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < χάβαρο + κατάλ …

    Dictionary of Greek

  • 10ψαρόνι — (sturnus vulgaris). Πτηνό της οικογένειας των Στουρνιδών, της εκτεταμένης και ετερογενούς υποτάξης των ωδικών. Έχει μήκος 20 24 εκ., από τα οποία 6 εκ. της ουράς, και μαυριδερό χρώμα με άσπρες βούλες. Ζει στην Ευρώπη και σε μεγάλο μέρος της Ασίας …

    Dictionary of Greek