ὁμ-έψιος

  • 1ομέψιος — ὁμέψιος, ον (Α) αυτός που παίζει μαζί με άλλον, συμπαίκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + έψιος (< ἑψία «παιχνίδι»), πρβλ. φιλ έψιος] …

    Dictionary of Greek

  • 2φιλέψιος — ον, ΜΑ αυτός που αγαπά τα παιχνίδια, τις διασκεδάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἐψιος (< ἑψία [II] «είδος παιχνιδιού με ψηφίδες»)] …

    Dictionary of Greek