ὁμῑλητικός
1ὁμιλητικός — affable masc nom sg …
2ομιλητικός — ή, ό (ΑΜ ὁμιλητικός, ή, όν) [ομιλώ] ευπροσήγορος, προσηνής, αυτός που δεν δυσκολεύεται να μιλήσει στους άλλους ή να συζητήσει μαζί τους νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η ομιλητική η τέχνη τού ομιλητή, τού αγορητή 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) Ομιλητική… …
3ομιλητικός — ή, ό 1. αυτός που λέει πολλά, που ευχαριστιέται να μιλάει, ευπροσήγορος, ευχάριστος: Ομιλητικός άνθρωπος ο φίλος σου. 2. ως ουσ., ομιλητική, η η τέχνη του ομιλητή και η διδασκαλία της εκκλησιαστικής ρητορικής …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ὁμιλητικά — ὁμιλητικός affable neut nom/voc/acc pl ὁμιλητικά̱ , ὁμιλητικός affable fem nom/voc/acc dual ὁμιλητικά̱ , ὁμιλητικός affable fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5ὁμιλητικῶν — ὁμιλητικός affable fem gen pl ὁμιλητικός affable masc/neut gen pl …
6ὁμιλητικόν — ὁμιλητικός affable masc acc sg ὁμιλητικός affable neut nom/voc/acc sg …
7ὁμιλητικαί — ὁμιλητικός affable fem nom/voc pl …
8ὁμιλητικοί — ὁμιλητικός affable masc nom/voc pl …
9ὁμιλητικοῦ — ὁμιλητικός affable masc/neut gen sg …
10ὁμιλητικούς — ὁμιλητικός affable masc acc pl …