ὁμότροφος
1ὁμότροφος — reared masc/fem nom sg …
2ομότροφος — η, ο (Α ὁμότροφος, ον) 1. αυτός που ανατράφηκε μαζί με άλλον («Ἄρτεμις ὁμότροφος Ἀπόλλωνι», Ύμν. Απόλλ.) 2. αυτός που τρώγει μαζί με κάποιον, αυτός που έχει την ίδια διατροφή με άλλον («ὁμότροπός τε καὶ ὁμότροφος γίγνεσθαι», Πλάτ.) αρχ. φρ.… …
3ὁμότροφον — ὁμότροφος reared masc/fem acc sg ὁμότροφος reared neut nom/voc/acc sg …
4ὁμοτρόφοις — ὁμότροφος reared masc/fem/neut dat pl …
5ὁμοτρόφου — ὁμότροφος reared masc/fem/neut gen sg …
6ὁμοτρόφους — ὁμότροφος reared masc/fem acc pl …
7ὁμοτρόφων — ὁμότροφος reared masc/fem/neut gen pl …
8ὁμότροφα — ὁμότροφος reared neut nom/voc/acc pl …
9ομοτροφία — ὁμοτροφία, ἡ (Α) [ομότροφος] το να είναι κάποιος ομότροφος, η κοινή ανατροφή, η συμβίωση …
10ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …
- 1
- 2