ὁμίχλη
1ὀμίχλη — ὁμίχλη fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2ὀμίχλῃ — ὁμίχλη fem dat sg (attic epic ionic) …
3ὁμίχλη — fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …
4ὁμίχλῃ — ὁμίχλη fem dat sg (attic epic doric ionic) …
5ομίχλη — Στη μετεωρολογία είναι τροποσφαιρικός σχηματισμός όμοιος προς το νέφος, από το οποίο διαφέρει μόνο κατά το ότι επικάθεται πάντοτε στην επιφάνεια του εδάφους. Στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για ένα σμήνος λεπτών υδροσταγονιδίων (με… …
6ομίχλη — η 1. σύννεφο από υδρατμούς πάνω στη γη, αλλ. αντάρα: Όλη τη μέρα δεσηκώθηκε η ομίχλη. 2. φρ., «ξηρή ομίχλη», μετεωρολογικό φαινόμενο που σαν λευκό πέπλο σκεπάζει έναν τόπο, αχλύδα, θολούρα, καταχνιά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
7ὀμίχλαι — ὁμίχλη fem nom/voc pl (epic ionic) ὀμίχλᾱͅ , ὁμίχλη fem dat sg (epic doric ionic aeolic) …
8ὁμίχλαι — ὁμίχλη fem nom/voc pl (doric) ὁμίχλᾱͅ , ὁμίχλη fem dat sg (doric aeolic) …
9ὁμίχληι — ὁμίχλῃ , ὁμίχλη fem dat sg (attic epic doric ionic) …
10ὀμίχλαις — ὁμίχλη fem dat pl (epic ionic) …