ὁμά
1ομά — ὁμᾷ (Α) (δωρ. τ.) επίρρ. βλ. ομή …
2ὁμᾷ — indeclform (adverb) ὁμός one and the same fem dat sg (doric aeolic) …
3ὁμά — ὁμάς the whole fem voc sg ὁμά̱ , ὁμός one and the same fem nom/voc/acc dual ὁμά̱ , ὁμός one and the same fem nom/voc sg (doric aeolic) ὁμός one and the same neut nom/voc/acc pl …
4ὁμαγύριος — ὁμᾱγύριος , ὁμήγυρις assembly fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …
5ὁμάγυριν — ὁμά̱γυριν , ὁμήγυρις assembly fem acc sg (doric) …
6ομή — ὁμῆ και ὁμῇ και αιολ. τ. ὕμοι και δωρ. τ. ὁμᾷ και ὄμα και αιολ. τ. ὔμα (Α) [ομός] επίρρ. ομού, μαζί …
7Melanoma — Clasificación y recursos externos CIE 10 C43 …
8Аденома — Для улучшения этой статьи по медицине желательно?: Добавить иллюстрации …
9κέλαδος — κέλαδος, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) 1. θόρυβος που μοιάζει με αυτόν τού νερού το οποίο κυλά ορμητικά 2. ήχος μουσικού οργάνου 3. (ποιητ. λ.) δυνατός και καθαρός μουσικός ήχος 4. μεγάλος θόρυβος, φωνή, βοή, κραυγή 5. ισχυρό, έντονο και καθαρό κελάδημα τών… …
10ομός — ὁμός, ή, όν (Α) 1. όμοιος, ενωμένος, κοινός («ὁμὴν ἀνεδέγμεθ ὀιζύν» περάσαμε κοινή δυστυχία, Ομ. Οδ.) 2. φρ. «ἱκνοῡμαι εἰς όμόν» γίνομαι κοινός, ενώνομαι β) «καθ ὁμά» ομοίως. επίρρ... ὁμῶς (Α) 1. κατά τον ίδιο τρόπο, ομοίως 2. σε ίσα μέρη.… …
- 1
- 2