ὁμό-χροος

  • 1πολύχρους — ουν, ΝΑ, και πολύχροος, η, ο, Ν, και πολύχροος, οον και ποιητ. τ. πουλύχρους, Α αυτός που έχει πολλά, ποικίλα χρώματα, πολύχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χρους (< χροος < χρώς «χρώμα»), πρβλ. ομό χρους] …

    Dictionary of Greek