ὁμό-ταχος

  • 1ισοταχής — ές (Α ἰσοταχής, ές) 1. αυτός που έχει ίση ταχύτητα με κάποιον άλλο 2. αυτός που διατηρεί σταθερή ταχύτητα αρχ. (για σφυγμούς) κανονικός. επίρρ... ισοταχώς (Α ἰσοταχῶς) με ίση ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ταχής (< τάχος «ταχύτητα»), πρβλ.… …

    Dictionary of Greek