ὁμο-εθνής

  • 1ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …

    Dictionary of Greek

  • 2πολυεθνής — ές, Α 1. αυτός που αποτελείται από πολλά έθνη («πολυέθνεα λαόν», Οινόμ.) 2. (κατ επέκτ.) πολυπληθής, πολυάριθμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + εθνής (< ἔθνος), πρβλ. ομο εθνής] …

    Dictionary of Greek

  • 3ταυτοεθνής — ές, Α αυτός που ανήκει στο ίδιο έθνος με κάποιον άλλον, ομοεθνής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + εθνής (< ἔθνος), πρβλ. ὁμο εθνής] …

    Dictionary of Greek